Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Τα παιδιά πρόσφυγες

Για τα παιδάκια πρόσφυγες έφτιαξα σήμερα αυτό το βίντεο. Αφιερωμένο σε αυτή τη γενιά που όταν μεγαλώσει δε θα μοιάσει στους δυνάστες της παιδικής της ηλικίας. 
Ποιο θαύμα άραγε θα ξαναφέρει στα παιδιά αυτά τα χαμένα τους χρόνια και τις χαμένες τους πατρίδες..
Αφιερωμένο και στη μνήμη των δικών μας ανθρώπων, προσφύγων μιας προηγούμενης γενιάς και στα παιδάκια τους (όπως αυτό της προγιαγιάς μου) που έγιναν αγγελάκια στο δρόμο της φυγής..



Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Παραμύθι από τη Συρία

Με ένα παραμύθι, με νόημα, από τη Συρία θα σας ταξιδέψω σήμερα...
Με την ευχή οι άνθρωποι αυτής της χώρας να μην ξεχάσουν ποτέ τα παραμύθια και τις παραδόσεις τους και να μπορέσουν μια μέρα να ξαναδούν την πατρίδα τους.

Τα τρία ψάρια


Σε ένα βάλτο, ζούσαν 3 ψάρια. 
Μια μέρα, φάνηκαν στην όχθη 3 ψαράδες και είπαν:
-Ο βάλτος είναι γεμάτος ψάρια. 
Αύριο, θα κάνουμε γερή ψαριά.         
Τα 3 ψάρια τ’ άκουσαν όλα.
Το πρώτο απ’ αυτά συλλογίστηκε: «Μην περιμένεις να κάνεις αύριο κείνο που μπορείς να κάνεις σήμερα».
Και την ίδια μέρα, κολύμπησε γύρω γύρω στην όχθη, βρήκε μια τρύπα και ξεγλίστρησε στο ποταμάκι.
Το δεύτερο ψάρι δεν έκατσε να σκοτιστεί για τις κουβέντες των ψαράδων. 
Συλλογίστηκε: «Θα το σκεφτώ το βράδυ». 
Κοιμήθηκε του καλού καιρού και μόνο το πρωί βάλθηκε να ψάχνει, για να βρει μια τρύπα, μα δε τη βρήκε,γιατί οι ψαράδες την είχαν βουλώσει. 
«Τα πράγματα πάνε άσκημα» συλλογίστηκε το ψάρι. 
«Μα όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει κι ελπίδα. Φτάνει μόνο να μην τα χάσω».   
Ανέβηκε στον αφρό, γύρισε με την κοιλιά προς τα πάνω κι έκανε τον ψόφιο. 
Οι ψαράδες το είδαν και το πέταξαν στην όχθη, για να το φάνε τα πουλιά. 
Ύστερα, έριξαν τα δίχτυα στο βάλτο. 
Το ψάρι περίμενε να γυρίσουν αλλού το κεφάλι, ύστερα πήδησε στο ποταμάκι και γλίτωσε.

Το τρίτο ψάρι δεν νοιάστηκε καθόλου για τα λόγια των ψαράδων. 
«Θα βρεθεί τρόπος να γλιτώσω».
Κι έτσι βρέθηκε στα δίχτυα και ύστερα στο τηγάνι.


Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Το προσκύνημα

Με αφορμή τη σημερινή επέτειο θα σας μιλήσω για ένα τραγούδι.
Ένα από εκείνα τα τραγούδια που σημάδεψαν μελωδικά την εποχή εκείνη και ακόμα ακούγονται και σημαίνουν πολλά.
Το "Προσκύνημα" είναι ένα τραγούδι σε στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη και μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου και ακουγόταν στη θρυλική παράσταση "Το μεγάλο μας τσίρκο" που ανέβασε ο θίασος Καρέζη - Καζάκου την περίοδο της δικτατορίας.
Το έργο μιλούσε για τη νεοελληνική ιστορία από την τουρκοκρατία μέχρι τη γερμανική κατοχή - κρύβοντας, φυσικά, μηνύματα κατά της δικτατορίας. Η πρεμιέρα δόθηκε τον Ιούνη του '73 και το έργο διακόπηκε βίαια τον Οκτώβρη του ίδιου έτους από τη χούντα. Μετά την αποφυλάκιση των Καρέζη - Καζάκου το Δεκέμβρη συνεχίστηκε με τεράστια επιτυχία. Τον Αύγουστο του ΄74 το έργο ανέβηκε με τις λογοκριμένες σκηνές και την προσθήκη του τραγουδιού "Το Προσκύνημα" που έκλεινε την παράσταση και αφορούσε τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.


Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

Η ευλογημένη Ελιά

Σήμερα ξεκινήσαμε να μαζεύουμε τις ελιές μας όπως κάθε Νοέμβρη μήνα. Εγώ συμμετείχα για πρώτη φορά στη διαδικασία αυτή.
Σκεφτόμουνα την ώρα που μάζευα.. σκεφτόμουνα τι ευλογημένο δεντράκι που είναι η ελιά!
Με καταγωγή από τα δικά μας μέρη, με μακραίωνη ιστορία, ανακατεμένη με θρύλους, έθιμα και παραδόσεις.
Δέντρο πολύτιμο για τη διατροφή μας αλλά και σύμβολο γονιμότητας και ειρήνης.
Ένα δώρο της φύσης!


Ελιά
«Δέντρο γεμάτο πατρογονικά
παραμύθια, το νοιώθει ο καθένας
σαν ευλογία και σαν ασφάλεια"

Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2015

Όποιος μήνας έχει Ρο δε θέλει το κρασί νερό!

Πλούσιος ο λαογραφικός Οκτώβρης στη χώρα μας!
Σε μια μικρή αναζήτηση που έκανα βρήκα πολλά και ενδιαφέροντα έθιμα ανά την Ελλάδα καθώς και ωραίες παροιμίες.Ξεχώρισα το πιο ενδιαφέρον κείμενο που σας παραθέτω:



Ο δεύτερος μήνας του φθινοπώρου. Έχει 31 ημέρες κι είναι ο πιο κατάλληλος για την καλλιέργεια και τη σπορά των χωραφιών. Ο ελληνικός λαός δίνει και τα ονόματα: Αϊ-Δημήτρης ή Αϊ-Δημητριάτης, Βροχάρης, Σποριάτης ή Σποριάς ή Σπαρτός, Μπρουμάρης (=ομιχλώδης, σκοτεινός) και Παχνιστής (από την πάχνη που πέφτει στους αγρούς). Τον θεωρεί έναν από τους μήνες κατά τους οποίους πρέπει κανείς να πίνει το κρασί ανέρωτο, γιατί τον συμπεριλαμβάνει στην παροιμία: «Όποιος μήνας έχει ΡΟ, δε θέλει στο κρασί νερό». Κατά το ρωμαϊκό ημερολόγιο ήταν ο 8ος μήνας, γι` αυτό κι ονομάστηκε Οκτόμπερ. Ήταν αφιερωμένος στον Άρη και τον παρίσταναν με μορφή κυνηγού, που έχει λαγό στα πόδια του, πουλιά πάνω απ` το κεφάλι του και ένα είδος κάδου κοντά του. Ο μήνας «των χειμαδιών» και ο γυρισμός των παραδοσιακών μαστόρων στις οικογενειακές εστίες.
                
ΕΡΓΑΣΙΕΣ:
                Όργωμα & σπορά σιτηρών, κριθαριού & βρώμης.
                Σπορά τριφυλλιού.
                Ολοκλήρωση τρύγου και παραγωγή κρασιού.
                Μάζεμα φθινοπωρινών φρούτων & πατάτας.
                Κάψιμο φυτών, που έδωσαν καρπούς, για να καταστρέψουν τα αυγά των εντόμων.
                Κατεβαίνουν οι βοσκοί από τα βουνά στους χαμηλούς κάμπους (τα χειμαδιά).
                
ΕΘΙΜΑ-ΠΡΟΛΗΨΕΙΣ:
                
«Η ΤΖΑΜΑΛΑ» ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ. Λέξη αραβική που σημαίνει καμήλα, μια προσωποποίηση θηλυκής οντότητας με αόριστη γονιμοποιητική σημασία. Το έθιμο αυτό, γονιμοποιητικό δρώμενο της άροσηςκαι σποράς των αγρών, συνηθιζόταν παλαιότερα στην Θράκη, να γίνεται του Αγ. Δημητρίου στις 26/10 ή σε μια άλλη μέρα, ανάλογα με τον χρόνο σποράς, που εξαρτιόταν από τις κλιματολογικές συνθήκες.
                Για την καλή χρονιά σποράς, την παραμονή του Αϊ-Δημητρίου έκαναν την Τζαμάλα. Με ξύλα έκαμναν ένα μεγάλο σκελετό καμήλας, τον τύλιγαν με πανιά και προβιές, έβαζαν ουρά, ένα μακρύ κοντάρι για λαιμό, με κεφάλια αλόγου ή βοδιού με δόντια, το σκέπαζαν με προβιά και το στόλιζαν με χάντρες. Πάνω στην καμήλα έριχναν μακρύ χαλί, κάτω απ’ αυτό έμπαιναν 4 άντρες, περπατούσαν και φαινόταν σα να περπατούσε η τζαμάλα. Πάνω της κάθιζαν ένα ψεύτικο παιδί, που το βαστούσε ο τζαμάλης, με καμπούρα καικουδούνια στη μέση του. Ύστερα από το ηλιοβασίλεμα το γύριζαν στα σπίτια με τραγούδια και γέλια… Όσοι πήγαιναν με τη τζαμάλα φορούσαν παράξενα ρούχα, με στεφάνια κληματαριών στο κεφάλι και με λαγήνια ή με κουβάδες στα χέρια για κρασί ή ούζο. Έξω από κάθε σπίτι φώναζαν: «Ε! κερά! Καλή χρονιά, καλό μπερικέτι (=σοδειά) και πολύχρονη…». Για το έθιμο αυτό, πότε γεννήθηκε, είναι απροσδιόριστο. Μεταφέρονταν από γενεά σε γενεά. Ήταν κάτι παραπάνω από πολιτιστική εκδήλωση. Τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια.
                Σε καμιά περίπτωση δεν έβλεπες τους πρωταγωνιστές και στο κενό να σαχλαμαρίζουν. Παιζόταν όπως η αρχαία τραγωδία, Θέση και κίνηση παρόμοια με τους πρωταγωνιστές κρατούσε όλο το χωριό, που συνοδεύει την Τζαμάλα. Παιζόταν με τέτοιο τρόπο, που όλη η φιλοσοφία της Τζαμάλας αντικαθρεφτίζει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Το σενάριο δεν είχε στοιχεία φαντασίας. Ας εξετάσουμε το σενάριο και το ξεκίνημα της Τζαμάλας. Αρχές Οκτωβρίου, μέχρι το τέλος Οκτωβρίου όλο και ψιθυριζόταν: "Πότι θα βρέξει;" Με την πρώτη βροχή να σπείρουν. Και οι σπόροι για την εποχή ήταν, σιτάρι, κριθάρι, βρώμη, σίκαλη. Όλοι οι σπόροι αυτοί προσφέρονταν να κρατηθούν αποκλειστικά άνθρωποι και ζώα στη ζωή. Και τα ζώα δίνανε στον άνθρωπο για την εποχή όλα τα αγαθά, όπως γάλα, τυρί, το μαλλί τους για ρουχισμό, το δέρμα τους για τσαρούχια, αφού για παπούτσια λόγος δεν γίνεται, και τη δύναμη τους, φυσικά, να οργώνουν τη γης, αφού η μηχανή ήταν ανύπαρκτη.
                Να, λοιπόν, πόσο ανάγκη είχαν τη βροχή! Την ημέρα κοίταζαν στον ουρανό. Αυτό το διάστημα, το βράδυ βλέπανε όνειρα για βροχή. Ο σχολιασμός συνεχής: "Πότι  θα βρέξει;" Όταν άρχιζε να βρέχει, η χαρά ήταν απερίγραπτη. Μικροί και μεγάλοι χόρευαν μες τη βροχή. Σε καμιά περίπτωση δεν μπαίνανε στις στέγες, φοβούμενοι μήπως παρεξηγηθεί ο θεός και σταματήσει η βροχή. Με το μπάσιμο στις στέγες, ερμηνευόταν και αλλιώς: "Φτάνει τόση βροχή: ΣΤΟΠ".
                Την επόμενη ημέρα από τη βροχή δε γινόταν σπορά, αφού το χώμα είναι βαρύ. Φτιάχνανε μικρά αλέτρια στα παιδιά τους, παιχνίδια, όπως τα μεγάλα, με ζυγό και βουκένια. Στη θέση για βόδια ζευόταν δύο παιδιά και το τρίτο παιδί κρατούσε το αλέτρι. Χάραζε πρώτα τετράγωνα το χωράφι, έριχνε σπόρο, κάνοντας το σταυρό του, λέγοντας: "Έλα, χριστέ και Παναγιά". Και άρχιζε να οργώνει, σκεπάζοντας το σπόρο. Ονοματίζει και τα βόδια του, δίνοντας τα ονόματα των βοδιών τους. Όλα αυτά γινόταν στην αυλή του σπιτιού με τα χαμόγελα των γονιών τους.
                Όταν τα χωράφια φέρνανε τάβι και άρχιζε ο κόσμος να σπέρνει, η οικογένεια, κάθε πρωί που ξημέρωνε, βλέπανε πρώτα τα χωράφια των παιδιών τους. Πράγματι, μέσα στις οκτώ ημέρες φύτρωνε το ευλογημένο. Εδώ η χαρά δεν περιγράφεται. Το άροτρο έως το 1920 παραμένει το πρωτόγονο σίδηρο. Έχει μόνο στη μύτη το υνί, το λεγόμενο, να σκίζει τη γης.
                Οι πάντες σπέρνουν. Υπάρχουν φτωχοί και το περισσότερο χωριό δεν έχουν ζευγάρια. Η αιτία, ο πόλεμος, τα σεφέρ (μπεηλίκι). Οι πάντες, αυτοί που γλίτωσαν από τον πόλεμο, αισθάνονται την υποχρέωση να διακόψουν τη δική τους σπορά, να βοηθήσουν και τα θύματα. Το φιλότιμο και η ανθρωπιά είναι αναλλοίωτα. Ο μοναδικός τους στόχος είναι το πως θα κρατηθεί η κοινωνία τους στη ζωή. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, μαζί με τη σπορά, παρακολουθώντας να βγάζουν όλοι σπόρο στο χωράφι.
                Έτσι ερμήνευαν τη σπορά.
                Αμέσως στο ίδιο καθήκον επαγόταν η ΤΖΑΜΑΛΑ.
                Τη θεωρούσαν προσευχή. Αμέσως σχηματιζόταν επιτροπή. Με σοβαρότητα συνεδρίαζε, εξέταζε ένα-ένα τα σπίτια του χωριού. Εάν έβγαζε σπόρο, αυτό ερμηνευόταν. Έστω και ένα στρέμμα να έσπερνε το κάθε σπίτι, η Τζαμάλα έπρεπε να παίξει. Τότε η επιτροπή, το δεύτερο μέτρο, προσδιορίζει την ημέρα που θα παίξει. Τρίτο, ποιοι θα αποτελούν το θίασο. Εδώ πρόσεχαν πολύ, κάνοντας συζήτηση με όλους. Αυτοί που θα προταθούν, να έχουν την έγκριση από όλο το χωριό. Τα πρόσωπα που θα απαρτίζουν το θίασο, οι πρωταγωνιστές, να είναι δοκιμασμένα άτομα. Αυτό είχε μεγάλη σημασία για την επιτυχία της Τζαμάλας. Παιζόταν ένα σοβαρό δράμα..
                Αφού γινόταν η επιλογή των ατόμων και η ημερομηνία, ο τόπος της συγκέντρωσης οριζόταν πάντα στην άκρη του χωριού και έξω από το χωριό. Διαφορετικά δε γινόταν, αφού εσώκλειστος χώρος δεν υπήρχε για την εποχή. Και εάν τον είχε, ήταν δύσκολο να χωρέσει ένα χωριό μικρούς και μεγάλους, συν αυτά στη μέση. Χρειαζόταν μεγάλη αλάνα για να γίνει η πρόβα. Και γι' αυτό, επέλεγαν υπαίθριος χώρος.
                Η συγκέντρωση του κόσμου γινόταν την ώρα που σκοτείνιαζε. Οι απαιτούμενες ενδυμασίες,κουδούνια μεγάλα, όπλο κλπ, όπως ανέφερα παραπάνω, χρειαζόταν την έγκριση 100% των κατοίκων. Τυχόν παρεξήγηση δεν επιτρεπόταν σε καμιά περίπτωση. Εάν γίνει και παιχτεί δεύτερος θίασος Τζαμάλα, αυτό είχε επιχειρηθεί στο παρελθόν, πολύ παλιά και είχε γίνει φόνος, μεγάλο κακό. Θεωρούνταν γελοιοποίηση της λειτουργίας.
                Το έθιμο της Τζαμάλας πρέπει να έρχεται σίγουρα από τα βάθη των αιώνων. Αυτό φαίνεται από όλες τις θέσεις και αντιδράσεις, όταν ανακάλυψαν το σίδηρο και βάλανε το δόρυ στο τόξο, όπως και το υνί, τη μύτη στο άροτρο, δίνοντας τη δυνατότητα να σκίζει το χώμα, σκεπάζοντας πολύ σπόρο. Και βλέποντας οι άνθρωποι την παραγωγή, με τη χαρά τους άρχιζαν να πανηγυρίζουν.
                Ακόμα και τα ενδύματα που φοράνε, δέρματα, προβιές και γούνες από ζώα.
                Ο θίασος αποτελούνταν και παιζόταν από τρία άτομα, ήταν οι πρωταγωνιστές.
                Πρώτος, ένα νέος υψηλός, λεβέντης. Αυτός φορούσε τη γούνα στο κεφάλι, καπέλο με δέρμα, στα πόδια τσαρούχια, στη μέση κουδούνια κρεμασμένα, ο λεγόμενος Τζαμαλάρης.
                Δεύτερο πρόσωπο, πάλι νέος, κοντότερος άνδρας. Ντύνεται, προσποιείται τη γυναίκα.
                Ο εγωισμός του και η ζήλια δεν τον αφήνουν. Το επαναλαμβάνει με πιο άγριες διαθέσεις. Στις δύο - τρεις το ίδιο επαναλήψεις, αφού η Γκαντίνα του γυρίζει την πλάτη, τότε επεμβαίνει ο Τζαμαλάρης. Τον απωθεί, σπρώχνοντάς τον με δύναμη. Παρά λίγο να πέσει. Ο κόσμος φωνάζει "ο. ο ..Γκια Τζαμάλα, Γκια".
                Τώρα ο γέρος γίνεται κάτι άλλο, ρεζίλι. Χάνει τον έλεγχό του, κατεβάζει το όπλο του από την πλάτη. Το ανοίγει, όμως δεν έχει σφαίρες να σκοτώσει τον Τζαμαλάρη. Οι νέοι χορεύουν αδιάκοπα. Ο γέρος καμπουριαστά πλησιάζει προς τους νοικοκυραίους, λέγοντάς τους με άγρια και δυνατή φωνή, προτάσσοντας τους το όπλο: "Βάλτε μέσα στο όπλο μου σφαίρα, βάλτε". Αυτοί απαντούν: "Δεν έχομι". Αυτός φωνάζει: "Βάλτε σφαίρα".
                Στην επιμονή του γέρου βγάζει ο νοικοκύρης από την τσέπη του επιδειχτικά μια σφαίρα, τη βάζει μέσα στο όπλο. Όπως το κρατά ο γέρος και με αργά βήματα, κορδωμένος, σαν να έλεγε: "Τώρα εγώ θα σας δείξω", παίρνει θέση γονατιστός και σκοπεύει.
                Η Γκαντίνα μπαίνει μπροστά στον Τζαμαλάρη, κάνει προστατευτικό τείχος να τον προφυλάξει από τη σφαίρα. Ο γέρος με διάφορες κινήσεις και ελιγμούς προσπαθεί να ξεγελάσει την Γκαντίνα. Και το πετυχαίνει, κερδίζοντας παιδιού βολές. Πατά τη σκανδάλη. Το όπλο δεν παίρνει φωτιά.
                Ο γέρος εξοργίζεται. Κατάλαβε ότι ο νοικοκύρης του έβαλε άδεια σφαίρα μέσα στο όπλο του. Και στην επιμονή του, για δεύτερη φορά εντονότερα, του βάζει πάλι σφαίρα. Επαναλαμβάνονται ίδιες οι κινήσεις, όπως και στην πρώτη φορά.
                Τώρα, με αυτόν τον πυροβολισμό ο νέος πέφτει κάτω νεκρός.
                Η γκάιντα σταματά να παίζει. Φωνή δεν ακούγεται. Νεκρική σιγή. Η Γκαντίνα σπαράζει από κλάματα επάνω στο πτώμα του συντρόφου της. Ο Γέρος παίρνει βαθιά ανάσα και με αργά βήματα, κορδωμένος, προχωρεί. Αρπάζει την Γκαντίνα με ορμή, με δύναμη από το μπράτσο. Την έσυρε έως έξω από την αλάνα, σπρώχνοντας την με δύναμη στο περιθώριο.
                Γυρίζει πίσω, φέρνει βόλτα, τριγυρίζει γύρω από το πτώμα του Τζαμαλάρη, βλέποντάς τον με επιφύλαξη εάν είναι ζωντανός ή πεθαμένος. Τον σκουντά με το πόδι, μήπως κουνηθεί. Και αφού πείθεται ότι είναι νεκρός, τότες τον αρπάζει από το πόδι και με το ένα χέρι τραβά το μαχαίρι το από το ζωνάρι.
                Γυρίζει το κεφάλι του προς τους νοικοκυραίους και με ζωηρή φωνή ρωτά: "Θα του γδάρω το τομάρι του. Πώς το θέλετε, προβιά να γίνει ή τουλούμι να βάλετε τυρί;" Ο νοικοκύρης με τη γυναίκα του ανταλλάσσανε γνώμη πώς το θέλουν. Επικράτησε η γνώμη της γυναίκας και αποκρίνονται φωναχτά: "Προβιά το θέλουμε, να καθόμαστε". Και τον γδέρνει. Πάλι ο γέρος τους ξαναρωτά εάν έχουν σκυλιά ή όχι. Απάντηση ήταν: "Έχουμε". Και οπότε ο γέρος φωνάζει τα σκυλιά, λέγοντας: "ω. ω. ω καραμάν".
                Δεν πρόλαβε, όμως, να τον σβαρνίσει από το πόδι. Πετιέται ο νέος, ανασταίνεται, αρπάζει το γέρο σαν σκουπίδι, τον απωθεί, κλωτσώντας τον έξω από την αλάνα. Άρχισαν ζητωκραυγές, η γκάϊντα να παίζει.
                Παρουσιάζεται η Γκαντίνα, δίπλα στον Τζαμαλάρη και χορεύοντας, ξεκινούν για το επόμενο σπίτι. Τότε και ο νοικοκύρης, όπως σταματά χαρούμενος με τη γυναίκα του, περνούν από μπροστά οι παραλήπτες, που παίρvουv το δικαίωμα σέρνοντας το γαϊδούρι που κουβαλά το σιτάρι, λέγοντας: "Και το χρόνο με υγεία".
                Είναι αλήθεια πόσο σωστή είναι η φιλοσοφία της Τζαμάλας. Εξετάζοντας τα πλάνα του θιάσου, πως είναι δυνατόν ο γέρος να σκοτώνει το νέο και αυτός να ανασταίνεται; Δείχνει καθαρά ότι το νέο, η πρόοδος, η εξέλιξη δεν πεθαίνει. Συνεχίζοντας η Τζαμάλα το γύρο στο χωριό, τύχαινε σε σπίτι που ο νοικοκύρης δεν έβγαζε σπόρο για διάφορους λόγους, η Τζαμάλα σε καμιά περίπτωση δεν έπαιζε. Υπήρχε σεβασμός, με την έννοια ότι δε θα 'ταν καλό στην παραγωγή. Παρόλα αυτά, η Τζαμάλα έφερνε ένα γύρο μες την αυλή. Με την είδηση: "δεν έσπειρε", οι πάντες αποχωρούσαν με σεβασμό.
                Στην αντίθετη περίπτωση, όταν ο νοικοκύρης έβγαζε σπόρο και δε δεχόταν να παίξει η Τζαμάλα προσωπικά, σε καμία περίπτωση δεν τολμούσε να πει ότι: "Εγώ, φερειπείν, δε θέλω να παίξει η Τζαμάλα στο σπίτι μου".
                Αντιδρούσε διαφορετικά. Δήθεν ότι δεν είναι κανείς στο σπίτι. Σώνει και καλά ότι απουσίαζαν. Ήταν δύσκολα να αρνηθεί κανείς, γιατί είχε να αντιμετωπίσει την οργή όλου του κόσμου.
Και δεύτερο, είχε να εισπράξει ταπεινωτικές ενέργειες, όπως πρώτον: ανατροπή του κάρου του επάνω στη σορό, στην κοπριά ή στη σορό τα πουρνάρια, που χρησίμευαν για καψόξυλα στο φούρνο. Και αυτό ήταν δύσκολο να το κατεβάσει, γιατί ήταν αναποδογυρισμένο οι τέσσερις ρόδες προς τα πάνω, σατιρίζοντας δήθεν, έχουν κάνει αερόμυλο.
                Αυτή η πράξη της ανατροπής του κάρου γινόταν μεγάλη πλάκα, γέλια. Όπως το κάρο είναι αναποδογυρισμένο στη σορό επάνω, άλλοι γύριζαν τις ρόδες φωνάζοντας: "Άντε χωριανοί, ο μύλος βγάζει ψιλό αλεύρι, ελάτι να αλέσιτι". Γέλια πολλά και την επόμενη ημέρα ακόμα γελούν σχολιάζοντας.
                Με το τέλος της Τζαμάλας το σιτάρι το πουλάν. Τα λεφτά που παίρνουν την πρώτη Κυριακή ορίζουν γλέντι στην πλατεία του χωριού. Χορός, τραγούδια, ευχές, καλή χρονιά, καλή σοδιά και το χρόνο με υγεία.
                Την Τζαμάλα οι παλιοί την πήγαιναν και την έπαιζαν στην πατρίδα και σε διπλανά χωριά, ακόμα και στα τούρκικα. Ντύνονταν Τζαμάλα μέχρι και ηλικιωμένοι πενηντάρηδες. Άλλοι μάζευαν "το δίκιο", στάρι που τους έδιναν οι νοικοκυραίοι για το παίξιμο παν στο γαϊδούρι.
                Κατά την τελετουργική περιφορά της, μάλιστα, τραγουδούσαν το ακόλουθο ελληνοτουρκικό τραγούδι, που διεκτραγωδεί την ασθένειά της και την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται:       

                              Βερίριμ σαμανί, γεμές (της δίνω άχυρο, δεν τρώγει) 

                             Μπεν τσεκέριμ, ο γκελμές (την τραβώ, δεν έρχεται) 
                                    Τζαμάλα, τζαμάλα, χούντισι (εμπρός) 
                                       Ντι -ντίλι, μάντιλι, ντι -ντίλι, 
                                           τση τζαμάλας το παιδί 
                                 έβγαλε κακό στο φτι (ή έκαμε κακό στο φτι) 
                                         και γυρεύ' να παντρευτεί! 
                                Μπεν τσεκέριμ γετελέ (εγώ τραβάω στο κρεβάτι
                               μπου γκιντίορ χεντεγιά (αυτή πηγαίνει στο χαντάκι) 
                                   Τζμάλα, τζαμάλα, χούντσισί (εμπρός)
                Αφού έκαμναν το γύρο του χωριού έπαιρναν τα όργανα και διασκέδαζαν στο καφενείο ως το πρωί.
                Σήμερα το έθιμο συνηθίζεται σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, κυρίως τις Απόκριες. 
                ΓΙΟΡΤΕΣ:    
                12 ΟΚΤΩΒΡΗ (1944). Η απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς.
                ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (26/10). Η γιορτή αυτή θεωρείται ορόσημο του χειμώνα και συνδυάζεται με του Αγ.Γεωργίου στις 23 Απριλίου. Στο γεωργικό καλαντάρι οι 2 αυτές γιορτές αποτελούν τις χρονικές τομές που χωρίζουν το έτος σε 2 ίσα μέρη, στο χειμερινό και το θερινό εξάμηνο αντίστοιχα.  
                28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ (1940). Η επέτειος του «ΟΧΙ» στο φασισμό.
             ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ:
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες, οκτώ σακιά δε γέμισες».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες, τρία καλά δεν έκαμες».
                «Όποιος σπέρνει τον Οκτώβρη, έχει οκτώ σειρές στ’ αλώνι».
                «Τον Σεπτέμβρη τα σταφύλια, τον Οκτώβρη τα κουδούνια».
                «Αϊ Δημητράκη μου, Μικρό καλοκαιράκι μου».

«Αν βρέξει ο Οκτώβρης και χορτάσει η γη, πούλησ' το σιτάρι σου και αγόρασε βόδια».
                «Αν δε βρέξει, ας ψιχαλίσει, πάντα κάτι θα δροσίσει».
                «Αν δε βρέξει, πως θα ξαστερώσει;»
     «Αν δε χορτάσει ο Οκτώβριος τη γη, πούλησε τα βόδια σου και αγόρασε σιτάρι».
                «Άσπορος μη μείνεις, άθερος δε μένεις».
                «Βαθιά τ' αυλάκια να φουντώσουνε τα στάχυα».
                «Δεύτερο αλέτρι, δεύτερο δεμάτι».
                «Μακριά βροντή, κοντά βροχή».
              «Ο καλός ο νοικοκύρης, ο λαγός και το περδίκι, όταν βρέχει χαίρονται».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες καρπό πολύ δεν παίρνεις».
                «Οκτώβρης και δεν έσπειρες, σιτάρι λίγο θα 'χεις».
                «Οκτώβρη και δεν έσπειρες λίγο ψωμί θα πάρεις».
                «Οκτώβρης βροχερός, Οκτώβρης καρπερός».
                «Οκτώβρης-Οκτωβροχάκης το μικρό καλοκαιράκι».
       «Τ' άη - Δημητριού, τι είσαι ‘σύ και τι ΄μαι εγώ λέει το νιο κρασί στο παλιό».
                «Τ’ Αϊ Λουκά σπείρε τα κουκιά».
                «Τα σταφύλια τρυγημένα και τα σκόρδα φυτεμένα».

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Το σπουργίτι και η θύελλα

Διάβασα πρόσφατα ένα,ας πούμε παραμυθάκι, βγαλμένο από τη λαϊκή σοφία και θα ήθελα να το μοιραστώ μαζί σας καθώς με πλημμύρισαν όμορφα συναισθήματα!


Υπήρχε ένα σπουργιτάκι που, όταν άκουγε τη βροντή της θύελλας, ξάπλωνε στη γη και σήκωνε τα μικροσκοπικά πόδια του προς τον ουρανό. 
- Γιατί το κάνεις αυτό; το ρώτησε μια αλεπού.
Για να προστατέψω τη γη, που έχει τόσα ζωντανά πλάσματα! απάντησε το σπουργιτάκι. Σηκώνω τα πόδια μου για να συγκρατήσω τον ουρανό, σε περίπτωση που φανούμε άτυχοι και ο ουρανός πέσει πάνω μας.
- Τα καχεκτικά ποδαράκια σου να συγκρατήσουν τον απέραντο ουρανό; με απορία και ειρωνεία ρώτησε η αλεπού.
- Ο καθένας εδώ κάτω στη γη έχει το δικό του κομμάτι ουρανού να συγκρατήσει, απάντησε το σπουργίτι.

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Καλό φθινόπωρο!

Πολλά θα μπορούσα να γράψω ή να σχολιάσω για όσα συμβαίνουν γύρω μας αυτή την εποχή..
Όμως αποφάσισα να μην το κάνω τελικά.
Επειδή οι ευαισθητοποιημένοι άνθρωποι θα έχουν ήδη πάρει θέση, θα έχουν ήδη κινητοποιηθεί.
Και αυτούς τους ανθρώπους θέλω να ξεκουράσω απόψε με ένα ποίημα, μια όμορφη εικόνα για το γλυκό φθινόπωρο και μια ευχή να είναι πάντα δυνατοί για να βοηθάνε τους αδύναμους..


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
(Βασίλης Χαρωνίτης)

Έρχεται φθινόπωρο,
φώναξε τ’ αγέρι.
Χελιδόνια, φύγετε
στου νοτιά τα μέρη.

Έρχεται φθινόπωρο,
λέει το συννεφάκι.
Πρωτοβρόχια φτάνουνε,
ξέψυχο δεντράκι.

Έρχεται φθινόπωρο,
είπε το σχολείο.
Τα λουλούδια κλείστηκαν
μέσα στο βιβλίο.



Τετάρτη 26 Αυγούστου 2015

Το μάθημα του φετινού καλοκαιριού

Σα να άργησα λιγάκι να επιστρέψω στο Άρωμα Ονείρου...
Παράξενο καλοκαίρι το φετινό, δύσκολες εξελίξεις, ανατροπές κι ένας καύσωνας να τρελαίνεσαι..
Πήρα ένα μεγάλο μάθημα αυτό το καλοκαίρι..
Μέχρι τώρα ήμουν ο κλασικός τύπος που λειτουργεί βάσει προγράμματος, έτσι για να νιώθω σιγουριά τάχα.
Ε, λοιπόν αυτό το καλοκαίρι λειτούργησε σε μένα με έναν τρόπο που έτσι και ξαναμιλήσω για πρόγραμμα θα γελάσουν και οι πέτρες!!Το ομολογώ, ξαφνιάστηκα, νευρίασα, στεναχωρήθηκα που δε μου βγήκε τίποτα όπως το κανόνιζα αλλά εν τέλει έμαθα κάτι πολύ ουσιαστικό:
Να ζω για το σήμερα(άντε το πολύ για το αύριο!) και να μου επιτρέπω μόνο ένα πολύ γενικό πλάνο στο μυαλό όσον αφορά τα βασικά σχέδια της ζωής μου που, για να δρομολογήσω την επίτευξή τους, πρέπει να προγραμματίσω κάποια βήματα.
Ένα καλοκαίρι που δε το λες κι ανέμελο φτάνει,λοιπόν, στο τέλος του.
Ένα καλοκαίρι που μόνο ο ήχος του τζίτζικα έμεινε να θυμίζει τα παλιά.Α,κι η ζέστη.
Ένα πρωτότυπο, ας πούμε, καλοκαίρι που έδειξε, σε μένα τουλάχιστον, ότι μέσα από τα δύσκολα μαθαίνουμε.
Εσείς πως περάσατε φέτος το καλοκαίρι;


Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Ο αετός και το γεράκι

” Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σιου, λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου
μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μια από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.
“Αγαπιόμαστε” αρχίζει ο νέος.
“Και θα παντρευτούμε” λέει εκείνη.
“Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…”
“Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…”
“Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.”
“Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου, ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου”.
“Σε παρακαλούμε” ικετεύουν, “πες μας τί μπορούμε να κάνουμε…”
Ο μάγος τους κοιτάζει και συγκινείται που τους βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.
“Υπάρχει κάτι …” λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. “Αλλά δεν ξέρω…είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.”
“Δεν μας πειράζει” λένε και οι δύο.
“Ό,τι και να’ ναι” επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.
“Ωραία” λέει ο μάγος. “Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας ; Πρέπει να το ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτα άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου, και να κηνυγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;”
Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.
“Κι εσύ Άγριε Ταύρε” συνεχίζει ο μάγος, “πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή, τον πιο άγριο απ’ όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να τον τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο….Πηγαίνετε τώρα.”
Οι δυο νέοι κοίτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο…
Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δυο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα, που περιέχει το πουλί που του ζητήθηκε.
Ο μάγος τους λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στο γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν Είναι πανέμορφα, χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.
“Πετούσαν ψηλά;” ρωτάει ο μάγος.
“Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε….Και τώρα;” ρωτάει ο νέος. “Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;”
“Όχι” λέει ο γέρος.
“Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;” προτείνει η νεαρή.
“Όχι” ξαναλέει ο γέρος. “Κάντε ότι σας λέω. Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια μ’ αυτές τις δερμάτινες λωρίδες…Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν, να πετάξουν ελεύθερα.”
Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά.
Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου, μέχρι που πληγώνονται.
“Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλον, ακόμα κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.”

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού

Ήρθε και πάλι το καλοκαιράκι...τώρα πώς τα καταφέραμε να το ζούμε βράζοντας μέσα στα τσιμέντα ας μη το αναλύσουμε εδώ.
Για μένα το καλοκαίρι για να αξίζει χρειάζεται να έχει μια αύρα από τα παιδικά μας καλοκαίρια,λίγη ασημόσκονη από εκείνη την εποχή και χρωστάμε στον εαυτό μας να βρούμε τον τρόπο να ξαναβάλουμε στη ζωή τη μαγεία της εποχής εκείνης..
Για να μας σπρώξω στην κατεύθυνση αυτή θα σας παραθέσω κάποια αποσπάσματα από ένα ποίημα γεμάτο από εκείνα τα καλοκαίρια:

ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ-Γιάννης Ρίτσος

Ανεβήκαμε στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου.
Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.
Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα
δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή.
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό.
Τα βράδια οι ακακίες περνούν απέξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε
το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο.
Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των
αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του
μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και
τρυφερό σαν του Χριστού
 .............................

Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν
στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της
γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη
τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου
πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες
τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά
με το φεγγάρι.
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας
πεταλούδας
.................................
 
Ο ήλιος καίει τις πέτρες κι αχνίζουν κάποιοι καπνοδόχοι αθώρητοι
στις άσπρες πολιτείες των χαμομηλιών.
Οι σουσουράδες πήρανε τα ψάθινα καπέλα μας και τα φορέσαν.
Τώρα καθισμένες απάνου στο ψηλό μπαλκόνι της μουριάς μας
κοροϊδεύουν. Κι εμείς κοροϊδεύουμε τις σουσουράδες
.................................
 
  Όλος ο κόσμος γέμισε λουλούδια και πουλιά.
Ο κάμπος κουδουνίζει απ’ τις χαρούμενες φωνές τους.
Κουδούνια στους λαιμούς των γαϊδουριών.
Κουδούνια στ’ αφτιά του ήλιου.
Κουδούνια στην άκρη των φύλλων.
Κουδούνια στις πλεξούδες των κοριτσιών.
Όλα χορεύουνε στο φως και κουδουνίζουν.
Κι ο παππούς βγήκε στη λιακάδα να πλέξει με χλωρά κλαδιά μικρά
καλάθια, για να μαζέψει κούμαρα κι αυγά περιστεριών.
...............................
Μικρά κορίτσια σαπουνίζουν το κεφάλι του ήλιου, κι ο ήλιος
βλαστημάει σαν κακομαθημένο αγόρι που του χώνουν το κεφάλι μες
στη γούρνα για να το λούσουν.
Χιλιάδες σαπουνόφουσκες ανηφορίζουν στον αέρα, σάμπως μικρά
ουράνια τόξα πάνου από τον ορίζοντα μιας μαγεμένης πεταλούδας.
Τα περιστέρια κυνηγούν τις σαπουνόφουσκες.
Το φως χειρονομεί μαλώνοντας τ’ αγουροξυπνημένα χελιδόνια.
Κι όμως με τόσο θόρυβο, κοιμούνται ακόμα οι μεγάλοι.
Θα χώσουμε λοιπόν κι εμείς από ‘να τζιτζίκι στα ρουθούνια του
παππού για να μυρίσει τη δική μας άνοιξη και ν’ ανθήσει το ραβδί του
σα μια μικρούλα κερασιά πάνου απ’ τη στέρνα...............................................
 
 

Δευτέρα 18 Μαΐου 2015

Ο παππούς "Τριαντάφυλλος"

Πριν λίγες μέρες ταξίδεψα στο μαγικό τόπο των Μετεώρων.Εκεί λοιπόν,σε μια βόλτα μας σταμάτησε ένας γλυκός παππούς χαιρετώντας στα αγγλικά (προφανώς οι επισκέπτες της περιοχής είναι  κυρίως από άλλες χώρες).Πιάσαμε την κουβέντα, στα ελληνικά πλέον, και κάποια στιγμή έβγαλε από την τσέπη του μερικά τριαντάφυλλα και μας τα χάρισε.
"Έχω πολλές τριανταφυλλιές, κάθε πρωί μαζεύω τριαντάφυλλα, τα βάζω στη τσέπη και τα μοιράζω στους ταξιδιώτες.Κι αν περάσει κανένας από το σπίτι μου, τον κερνάω και καμιά λεμονάδα.Ξέρεις πόσοι μου στέλνουν μετά φωτογραφίες από την πατρίδα τους;"
Στο τέλος της κουβέντας κι ενώ αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε μας φωνάζει:
-"Μαζεύω κάτι υπογραφές, θέλετε να υπογράψετε κι εσείς;"
-"Για ποιο πράγμα να υπογράψουμε;"
-"Για να με πάρει πιο γρήγορα ο χάρος!"
-"Τι λες βρε παππού, και μετά ποιος θα μοιράζει τριαντάφυλλα στους ταξιδιώτες;"
Ο παππούς άρχισε να γελάει,"σε παραδέχομαι", μου λέει!
Χαιρετηθήκαμε και πήρε ο καθένας το δρόμο του.
Δε ρώτησα το όνομα αυτού του ωραίου ανθρώπου,θα τον ονομάσω παππού Τριαντάφυλλο και θα θυμάμαι πάντα τη γλυκιά του παρουσία!

τα δώρα του παππού Τριαντάφυλλου!

Δευτέρα 4 Μαΐου 2015

Η έμπνευση της Άνοιξης

Καλημέρα σε όλους!
Ήρθε επιτέλους η πολυπόθητη άνοιξη και μαζί της φύσηξε ένα αεράκι έμπνευσης και μαγείας!
Λες και ξύπνησα κι εγώ μαζί με τα αρκουδάκια,τα φιδάκια κι όλα τα ζωάκια που κοιμούνται το χειμώνα! :)
Τεντώθηκα λοιπόν και είπα να δω λίγο αλλιώς τα πράγματα...
Από "τώρα" λοιπόν ασχολούμαι όσο περισσότερες ώρες μπορώ από τη ζωή μου με πράγματα που με ευχαριστούν,με ενδιαφέρουν και με εμπνέουν!!Και ξέρετε κάτι;;Αυτό μπορεί να μας κάνει πολύ χαρούμενους.
Όσο κι αν δεν προλαβαίνετε φίλοι μου,όσο κι αν τρέχετε σαν τρελοί όλη μέρα ή όσο κι αν σας έχει κάνει αδύναμους η ανεργία ή η θλίψη που διαρκώς μας σερβίρουν,ξεκινήστε σήμερα,η συνταγή είναι αυτή:
1)Καταγράψτε τα πράγματα που σας αρέσουν και σας γεμίζουν.
2)ΚΑΝΤΕ ΤΑ!

ΥΓ:Για να ενισχύσετε την προσπάθειά σας έχω και μια τρίτη συμβουλή-Κλείστε την τηλεόραση!!




Σάββατο 18 Απριλίου 2015

Η απόλαυση των μικρών στιγμών

Καλησπέρα σας και Χρόνια Πολλά!!
Θέλω μαζί με τις ευχές μου να μοιραστώ μαζί σας ένα μικρό μυστικό,κάτι που ανακάλυψα αυτές τις μέρες: Την απόλαυση των μικρών στιγμών!
Οι περισσότεροι έχουμε μάθει με ιδιαίτερη ευκολία να γκρινιάζουμε διαρκώς για τα πάντα και να περιμένουμε ένα θαύμα εξ ουρανού που με ένα παφ! θα αλλάξει τη ζωή μας ριζικά.
Ναι, πιστεύω πως γίνονται θαύματα, όμως πιστεύω ότι κι εμείς οι ίδιοι έχουμε τη δύναμη να κάνουμε θαύματα και να ομορφαίνουμε τη ζωή μας διαρκώς..
Εγώ η ίδια, πρώτη στη γκρίνια, λειτουργούσα θαρρείς και κάποιος μου χρωστάει κάτι κι εγώ ακίνητη απλά περιμένω να μου το δώσει.
Ε λοιπόν κάτι λάθος έκανα!
Μέσα από μια εσωτερική αναζήτηση διαπίστωσα ότι κανείς δε μου χρωστάει τίποτα και η μόνη υπεύθυνη για τη ζωή μου και για το πόσο όμορφα ή άσχημα κυλάει είμαι Εγώ!
Ωραία..και τώρα τί κάνουμε;;
Επειδή απ'ότι κατάλαβα καμία συγκλονιστική αλλαγή δε θα γίνει σε μία μέρα, αποφάσισα να βάλω τη μαγεία και την ομορφιά στην καθημερινότητά μου κάνοντας καταρχήν κάτι πολύ απλό:
Αλλάζοντας λιγάκι τις συνήθειές μου.Ας πούμε, μία από τις γκρίνιες μου ήταν ότι ποτέ δεν έχω αρκετό χρόνο να ασχοληθώ με τα ενδιαφέροντά μου (και είναι ουκ ολίγα), ότι δεν προλαβαίνω,με συνέπεια να νιώθω ως ένας διαρκής δρομέας σε έναν αγώνα δρόμου που ο τερματισμός ούτε καν αχνοφαίνεται!Το αποτέλεσμα,να ξυπνάω με το ζόρι την τελευταία στιγμή,να ετοιμάζομαι βιαστικά,να τρέχω για τη δουλειά,να τρέχω για μεσημεριανό,να τρέχω να επιστρέψω στη δουλειά και το βράδυ να επιστρέφω κατάκοπη σπίτι προσπαθώντας να χωρέσω ότι ονειρευόμουνα να κάνω σε ένα δίωρο πριν ξαναπέσω για ύπνο...Δεν ακούγεται και πολύ ευχάριστο, έτσι;
Κι ενώ έσπαγα το κεφάλι μου για να βρω μια λύση, μου ήρθε η έμπνευση:
Επί δύο-τρεις μέρες προσπάθησα σταδιακά να ρυθμίσω τον ύπνο μου λίγο διαφορετικά, να κοιμάμαι λίγο πιο νωρίς ώστε να ξυπνάω αντίστοιχα νωρίτερα.Ε, λοιπόν το πρώτο πρωινό ήταν μια αποκάλυψη για μένα.Σηκώθηκα με ηρεμία,πλύθηκα,έφαγα το πρωινό μου με ησυχία, διαλογίστηκα, πήρα το βιβλίο μου και άραξα δίπλα στη μπαλκονόπορτα, σε ένα σημείο που χτυπούσε ο πρωινός ήλιος, ενώ έξω υπήρχε ακόμα σχετική ηρεμία..Η απόλαυση που ένιωσα δεν περιγράφεται!Κατάφερα να δημιουργήσω τόσο απλά μέσα στη μέρα μου λίγο χρόνο και χώρο καθαρά για μένα και μάλιστα το πρωί που ο νους είναι πεντακάθαρος και να απολαύσω αργά ότι θεωρούσα σημαντικό εκείνη τη στιγμή.Βρήκα ένα μικρό καταφύγιο για να ξεκινάω όμορφα τη μέρα μου,καθισμένη εκεί, στις ηλιαχτίδες δίπλα στη μπαλκονόπορτα..Και αυτό είναι μόνο η αρχή στις μικρούτσικες αλλαγές που θα φτιάξουν μία μεγάλη!!


Κυριακή 15 Μαρτίου 2015

Gülbahar-Το Ρόδο της Άνοιξης

Ανοιξιάτικη η μέρα σήμερα και θα μοιραστούμε την ιστορία της όμορφης Μαρίας από τον Πόντο που έγινε η σουλτάνα Gülbahar και πολύ αργότερα έγινε τραγούδι από το Βασίλη Τσιτσάνη.
Παραθέτω την ιστορία όπως είναι, πολύ ωραία, γραμμένη στο https://fdathanasiou.wordpress.com :


Η μεταξύ μύθου και πραγματικότητας ιστορία της Γκιουλ-Μπαχάρ, που μεταφέρω εδώ, με δικά μου λόγια, προέρχεται από το «Μικρασιατικόν Ημερολόγιον» που έβγαινε από το 1808 στην Κωνσταντινούπολη, στην τουρκική γλώσσα με ελληνικούς χαρακτήρες (τα λεγόμενα καραμανλήδικα) από όπου και τη μετέγραψε ο Τραπεζούντιος δημοσιογράφος Ι. Ιωαννίδης το 1913.
Κάποτε, λοιπόν, στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ Χαν Σαλίς, ζούσε στην κωμόπολη Λιβερά, κοντά στην Τραπεζούντα, ο παπα-Χρυσόστομος, που είχε μια κόρη, τη Μαρία, που η ομορφιά της ήταν ξακουστή ώς την Τραπεζούντα και πιο πέρα.
Τον καιρό εκείνο (1578) ο σουλτάνος Μουράτ αποφάσισε να κάνει εκστρατεία για να κατακτήσει τη Βαγδάτη που ήταν στην κυριαρχία των Περσών.
Ξεκίνησε λοιπόν, με το ασκέρι του, και δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει, φτάνει στην Τραπεζούντα κι από κει στο Τζεβιλίκ (Καρυαί). Εκεί, έκανε μια στάση κι ο ίδιος για να ξεκουραστεί και να χαρεί τον καθαρό αέρα, αποφάσισε να κάνει λίγες μέρες διακοπές στην κωμόπολη Λιβερά, όπου, όπως είπαμε, ζούσε η ωραία παπαδοπούλα Μαρία.
Βγήκε λοιπόν ένα πρωί να σεργιανίσει και το ‘κανε η τύχη να περάσει κι από την πηγή του Αγίου Κωνσταντίνου, όπου, η τύχη πάλι, φρόντισε και εκείνη ακριβώς την ώρα βρέθηκε στο ίδιο μέρος και η ωραία Μαρία, μαζί με άλλες κοπέλες, για να πάρει νερό. Μόλις την είδε ο σουλτάνος, την ερωτεύτηκε στη στιγμή, τόσο δυνατά, που κόντεψε να πέσει από το άλογό του. Προσπάθησε όμως να φανεί ψύχραιμος. Εβγαλε από το σακούλι του το χρυσό του κύπελλο και το έδωσε στη Μαρία, λέγοντας της ποιος είναι και ζητώντας της με ευγενικό τρόπο να του το γεμίσει νερό από την πηγή.
Η μικρή Μαρία, από την πλευρά της, κοκκίνισε πρώτα, όπως όφειλε, από ντροπή και ύστερα πήρε το κύπελλο, το γέμισε νερό και το πρόσφερε στο βασιλέα, βάζοντας όμως μέσα στο νερό και το μεγάλο της δάχτυλο. Ο Μουράτ το πρόσεξε και του κακοφάνηκε. Χωρίς να πει τίποτα, έχυσε το νερό και της το έδωσε πάλι για να το ξαναγεμίσει. Η σεμνή Μαρία το ξαναγέμισε, αλλά αυτή τη φορά έβαλε μέσα δυο μικρά φυλλαράκια και το πρόσφερε στο σουλτάνο. Εκείνος πια θύμωσε, και στην παρατήρησή του, η νέα του απάντησε πως το έκανε αυτό για να κόψει την κρυάδα του νερού, μην τύχει και, ιδρωμένος όπως ήταν, αρρωστήσει ο αυτοκράτορας.
Ο Μουράτ ρώτησε τους αξιωματικούς του αν έπρεπε να μείνει ικανοποιημένος από αυτή την απάντηση κι επειδή οι άνθρωποι είχαν καταλάβει τι ήθελε, κατά βάθος, του είπαν ότι η εξήγηση αυτή τους φαίνεται καλή, και πως το κορίτσι δεν ήθελε να τον προσβάλει.
Επίσης, του είπαν, ότι καλά θα κάνει να τ’ αφήσει αυτά και να προχωρήσει στα περαιτέρω. Ο σουλτάνος, που δεν μπορούσε πια να κρατηθεί, αναφώνησε τότε, σουλτανιστί, το περίφημο:
-«Ιστέ χαλντέ μπουλμάκ μπιρ σου γιαλαντσί ντουνιά μπιρ γκιουλ ιικμπαχάρ!!!» το οποίο θα πει: «Ιδού λοιπόν που βρήκα κι εγώ, σ’ αυτό τον ψεύτη κόσμο, ένα τριαντάφυλλο της άνοιξης…».
Τα υπόλοιπα ήταν ζήτημα χρόνου. Ο Μουράτ ζήτησε τη Μαρία απ’ τον πατέρα της κι εκείνος τι να κάνει; δέχτηκε. Παντρεύτηκαν επί τόπου και αποχώρησαν ολοταχώς προς Βαγδάτη. Τη Μαρία Γκιουλ-Μπαχάρ(=»άρωμα ρόδου» (τριανταφυλλένιο άρωμα)  δεν τη ρώτησε κανένας αν ήθελε να παντρευτεί τον Μουράτ, αλλά τότε έτσι γινόταν με τις Μαρίες. Δεν ήταν όμως και λίγο πράγμα να γίνει, από απλή Μαρία, ολόκληρη σουλτάνα!
Από κει και πέρα, η Γκιουλ-Μπαχάρ άρχισε μια λαμπρή σταδιοδρομία. Πονόψυχη και δραστήρια, έκανε πλήθος αγαθοεργίες υπέρ των χριστιανών. Ο Σουλτάνος, εν τω μεταξύ, στη Βαγδάτη έκανε τον πόλεμό του, νίκησε, και στο δρόμο της επιστροφής, όπου σταματούσαν, η Μαρία έχτιζε εκκλησίες και εκκλησάκια. Τόσο πια τον είχε σκλαβώσει τον μεγάλο βασιλέα, που σιγά σιγά γινόταν κρυπτοχριστιανός χωρίς να το παίρνει μυρωδιά. Οι χριστιανοί μακαρίζανε τη Μαρία και έκαναν προσευχές να την έχει ο Θεός καλά για να σέρνει το Σουλτάνο από τη μύτη. Οι Τούρκοι τα έβλεπαν αυτά με μισό μάτι και σχολίαζαν:
-Ινσαλλάχ ωρέ, ο σεβντάς σέρνει καράβι…
-Αλλάχ κερίμ…
Κερίμ ξεκερίμ, όταν φτάσανε στην Πόλη, το 1586, ο Μουράτ σύστησε την Γκιουλ-Μπαχάρ στη μητέρα του Καλιγέ, που ήταν κι αυτή ελληνικής καταγωγής από την Πρέβεζα (γι’ αυτό λέμε ότι κάτι έτρεχε μ’ αυτόν τον σουλτάνο) και της είπε πως από δω και μπρος η Μαρία θα ‘ναι «βας καδίν», δηλαδή, επικεφαλής των συζύγων. Ακολούθησε, τότε, μια σκανδαλώδης εκδήλωση εύνοιας υπέρ των χριστιανών της πρωτεύουσας. Και δεν είχαν περάσει παρά 130 χρόνια από την άλωση! Τι δημόσιες θέσεις, τι ρουσφέτια, τι το ένα τι το άλλο. Οργίαζαν. Οι Τούρκοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι το φυσούσαν και δεν κρύωνε.
-Μα αφού εμείς είμαστε οι κατακτητές, γιατί κυβερνάνε τώρα αυτοί;
-Αμα είναι έτσι, να φωνάξουμε πίσω και τους Παλαιολόγους να τελειώνουμε.
Ετσι περνούσε ο καιρός, μέχρι που πέθανε, το 1592, η μητέρα του σουλτάνου, η… σουλτανομήτωρ, σαν να λέμε, και τότε η Γκιουλ-Μπαχάρ άρχισε να δυσκολεύεται στο έργο της, αφού, το μίσος των άλλων γυναικών του χαρεμιού και των Τούρκων αξιωματούχων άρχισε σιγά σιγά να εκδηλώνεται.
Ζορίστηκε και ο Σουλτάνος κι άρχισε κι αυτός να προσέχει μην του ‘ρθει «τυχαία» στην πλάτη κανένα στιλέτο. Αποφάσισε, λοιπόν, να στείλει την Γκιουλ-Μπαχάρ στην Τραπεζούντα για να ζήσει εκεί με ασφάλεια και ησυχία. Ετσι κι έγινε. Η Γκιουλ-Μπαχάρ, έζησε με τιμές εκεί, μέχρι που ένα πρωί του 1610 εγκατέλειψε τον ψεύτικο τούτο κόσμο (γιαλαντσί ντουνιά). Ο Μουράτ διέταξε να γράψουν στον τάφο της τα παρακάτω λόγια:
«Οταν αυτή η χριστιανή γυναίκα θα στρέψει το πρόσωπό της από ετούτο τον κόσμο εις τον άλλο, θα πρέπει να της δοθεί ο θρόνος του Παραδείσου και η αιώνια βασιλεία». Τόσο πολύ ερωτευμένος ήταν.
Ετσι τελείωσε ο βίος της σουλτάνας Μαρίας Γκιουλ-Μπαχάρ του παπα-Χρυσόστομου από το χωριό Λιβερά της Τραπεζούντας, που είχε ομορφιά, χάρη και αρκετή τόλμη για να κάνει όσα έκανε και να γίνει θρύλος ανάμεσα στους χριστιανούς της Ασίας.
Να έφτασε άραγε κάποιος απόηχος αυτού του θρύλου μέχρι την εποχή που ο μικρός Βασίλης Τσιτσάνης άκουγε τα παραμύθια που του ‘λεγε η γιαγιά του πριν κοιμηθεί; Καθόλου απίθανο, αν σκεφτούμε πως απ’ το θάνατο της Γκιουλ-Μπαχάρ, μέχρι την εποχή που υποθέτουμε πως μάθαινε τα παραμύθια της η γιαγιά του Τσιτσάνη, πέρασαν μόλις 2 αιώνες, δηλαδή 5-6 γενιές, πράγμα που, για το μέσο όρο ζωής των θρύλων, δεν είναι παρά μια στιγμή.

https://www.youtube.com/watch?v=6nl0Z68BkI0 για να ακούσετε το αντίστοιχο τραγούδι και να ταξιδέψετε..