Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Ο αετός και το γεράκι

” Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σιου, λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου
μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μια από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.
“Αγαπιόμαστε” αρχίζει ο νέος.
“Και θα παντρευτούμε” λέει εκείνη.
“Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…”
“Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…”
“Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.”
“Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου, ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου”.
“Σε παρακαλούμε” ικετεύουν, “πες μας τί μπορούμε να κάνουμε…”
Ο μάγος τους κοιτάζει και συγκινείται που τους βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.
“Υπάρχει κάτι …” λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. “Αλλά δεν ξέρω…είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.”
“Δεν μας πειράζει” λένε και οι δύο.
“Ό,τι και να’ ναι” επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.
“Ωραία” λέει ο μάγος. “Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας ; Πρέπει να το ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτα άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου, και να κηνυγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;”
Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.
“Κι εσύ Άγριε Ταύρε” συνεχίζει ο μάγος, “πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή, τον πιο άγριο απ’ όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να τον τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο….Πηγαίνετε τώρα.”
Οι δυο νέοι κοίτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο…
Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δυο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα, που περιέχει το πουλί που του ζητήθηκε.
Ο μάγος τους λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στο γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν Είναι πανέμορφα, χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.
“Πετούσαν ψηλά;” ρωτάει ο μάγος.
“Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε….Και τώρα;” ρωτάει ο νέος. “Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;”
“Όχι” λέει ο γέρος.
“Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;” προτείνει η νεαρή.
“Όχι” ξαναλέει ο γέρος. “Κάντε ότι σας λέω. Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια μ’ αυτές τις δερμάτινες λωρίδες…Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν, να πετάξουν ελεύθερα.”
Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά.
Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου, μέχρι που πληγώνονται.
“Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλον, ακόμα κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.”

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού

Ήρθε και πάλι το καλοκαιράκι...τώρα πώς τα καταφέραμε να το ζούμε βράζοντας μέσα στα τσιμέντα ας μη το αναλύσουμε εδώ.
Για μένα το καλοκαίρι για να αξίζει χρειάζεται να έχει μια αύρα από τα παιδικά μας καλοκαίρια,λίγη ασημόσκονη από εκείνη την εποχή και χρωστάμε στον εαυτό μας να βρούμε τον τρόπο να ξαναβάλουμε στη ζωή τη μαγεία της εποχής εκείνης..
Για να μας σπρώξω στην κατεύθυνση αυτή θα σας παραθέσω κάποια αποσπάσματα από ένα ποίημα γεμάτο από εκείνα τα καλοκαίρια:

ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ-Γιάννης Ρίτσος

Ανεβήκαμε στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου.
Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.
Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα
δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή.
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό.
Τα βράδια οι ακακίες περνούν απέξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε
το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο.
Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των
αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του
μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και
τρυφερό σαν του Χριστού
 .............................

Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν
στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της
γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη
τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου
πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες
τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά
με το φεγγάρι.
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας
πεταλούδας
.................................
 
Ο ήλιος καίει τις πέτρες κι αχνίζουν κάποιοι καπνοδόχοι αθώρητοι
στις άσπρες πολιτείες των χαμομηλιών.
Οι σουσουράδες πήρανε τα ψάθινα καπέλα μας και τα φορέσαν.
Τώρα καθισμένες απάνου στο ψηλό μπαλκόνι της μουριάς μας
κοροϊδεύουν. Κι εμείς κοροϊδεύουμε τις σουσουράδες
.................................
 
  Όλος ο κόσμος γέμισε λουλούδια και πουλιά.
Ο κάμπος κουδουνίζει απ’ τις χαρούμενες φωνές τους.
Κουδούνια στους λαιμούς των γαϊδουριών.
Κουδούνια στ’ αφτιά του ήλιου.
Κουδούνια στην άκρη των φύλλων.
Κουδούνια στις πλεξούδες των κοριτσιών.
Όλα χορεύουνε στο φως και κουδουνίζουν.
Κι ο παππούς βγήκε στη λιακάδα να πλέξει με χλωρά κλαδιά μικρά
καλάθια, για να μαζέψει κούμαρα κι αυγά περιστεριών.
...............................
Μικρά κορίτσια σαπουνίζουν το κεφάλι του ήλιου, κι ο ήλιος
βλαστημάει σαν κακομαθημένο αγόρι που του χώνουν το κεφάλι μες
στη γούρνα για να το λούσουν.
Χιλιάδες σαπουνόφουσκες ανηφορίζουν στον αέρα, σάμπως μικρά
ουράνια τόξα πάνου από τον ορίζοντα μιας μαγεμένης πεταλούδας.
Τα περιστέρια κυνηγούν τις σαπουνόφουσκες.
Το φως χειρονομεί μαλώνοντας τ’ αγουροξυπνημένα χελιδόνια.
Κι όμως με τόσο θόρυβο, κοιμούνται ακόμα οι μεγάλοι.
Θα χώσουμε λοιπόν κι εμείς από ‘να τζιτζίκι στα ρουθούνια του
παππού για να μυρίσει τη δική μας άνοιξη και ν’ ανθήσει το ραβδί του
σα μια μικρούλα κερασιά πάνου απ’ τη στέρνα...............................................