Ήρθε και πάλι το καλοκαιράκι...τώρα πώς τα καταφέραμε να το ζούμε βράζοντας μέσα στα τσιμέντα ας μη το αναλύσουμε εδώ.
Για μένα το καλοκαίρι για να αξίζει χρειάζεται να έχει μια αύρα από τα παιδικά μας καλοκαίρια,λίγη ασημόσκονη από εκείνη την εποχή και χρωστάμε στον εαυτό μας να βρούμε τον τρόπο να ξαναβάλουμε στη ζωή τη μαγεία της εποχής εκείνης..
Για να μας σπρώξω στην κατεύθυνση αυτή θα σας παραθέσω κάποια αποσπάσματα από ένα ποίημα γεμάτο από εκείνα τα καλοκαίρια:
Για μένα το καλοκαίρι για να αξίζει χρειάζεται να έχει μια αύρα από τα παιδικά μας καλοκαίρια,λίγη ασημόσκονη από εκείνη την εποχή και χρωστάμε στον εαυτό μας να βρούμε τον τρόπο να ξαναβάλουμε στη ζωή τη μαγεία της εποχής εκείνης..
Για να μας σπρώξω στην κατεύθυνση αυτή θα σας παραθέσω κάποια αποσπάσματα από ένα ποίημα γεμάτο από εκείνα τα καλοκαίρια:
ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ-Γιάννης Ρίτσος
Ανεβήκαμε στα φτερά των χελιδονιών για να κόψουμε
λουλούδια από τον ουρανό.
Δεν έχει ο αγέρας του καλοκαιριού κανένα μυστικό για μας που
περπατάμε ξυπόλυτοι στα χόρτα και μιλάμε στα τζιτζίκια τη γλώσσα
του ήλιου.
Η φωτιά κάηκε ολόκληρη και γίνηκε πάλι φωτιά.
Φτιάχνουμε λουλουδένια δαχτυλίδια κι αρραβωνιαζόμαστε με τα
δέντρα, με τον αέρα, με την πρώτη σιωπή.
Κάθε λιθάρι μας ξέρει όπως εμείς ξέρουμε κάθε αστέρι που κοιμάται
στο νερό.
Τα βράδια οι ακακίες περνούν απέξω απ’ τα παράθυρα μας, πηδάνε
το ανοιχτό περβάζι μας κι αφήνουν στο ποτήρι ένα κλωνάκι ολάνθιστο.
Φέραμε πάλι στο μεγάλο πράσινο χωράφι τον εύθυμο θεό των
αμπελιών, που απ’ τα γένια του στάζουν οι μούστοι, που τα πόδια του
μοιάζουν με του τράγου κι όμως το βλέμμα του είναι μαλακό και
τρυφερό σαν του Χριστού
.............................
Χρυσά βατράχια κάθονταν στις άκρες των ποδιών χωρίς να βλέπουν
στα νερά τη σκιά τους, κι ήτανε σα αγάλματα μικρά της ερημιάς και της
γαλήνης.
Τότε το φεγγάρι σκόνταψε στις ιτιές κι έπεσε στο πυκνό χορτάρι.
Μεγάλο σούσουρο έγινε στα φύλλα.
Τρέξανε τα παιδιά, πήραν στα παχουλά τους χέρια το φεγγάρι κι όλη
τη νύχτα παίζανε στον κάμπο.
Τώρα τα χέρια τους είναι χρυσά, τα πόδια τους χρυσά, κι όπου
πατούν αφήνουνε κάτι μικρά φεγγάρια στο νοτισμένο χώμα.
Μα, ευτυχώς, οι μεγάλοι δεν ξέρουν πολλά, δεν καλοβλέπουν.
Μονάχα οι μάνες κάτι υποψιάστηκαν.
Γι’ αυτό τα παιδιά κρύβουνε τα χρυσωμένα χέρια τους στις άδειες
τσέπες, μην τα μαλώσει η μάνα τους που όλη τη νύχτα παίζανε κρυφά
με το φεγγάρι.
Κανένας δεν ξέρει τίποτα για μας όταν μιλάμε σιγά στ’ αυτί μιας
πεταλούδας
.................................
Ο ήλιος καίει τις πέτρες κι αχνίζουν κάποιοι καπνοδόχοι αθώρητοι
στις άσπρες πολιτείες των χαμομηλιών.
Οι σουσουράδες πήρανε τα ψάθινα καπέλα μας και τα φορέσαν.
Τώρα καθισμένες απάνου στο ψηλό μπαλκόνι της μουριάς μας
κοροϊδεύουν. Κι εμείς κοροϊδεύουμε τις σουσουράδες
.................................
Όλος ο κόσμος γέμισε λουλούδια και πουλιά.
Ο κάμπος κουδουνίζει απ’ τις χαρούμενες φωνές τους.
Κουδούνια στους λαιμούς των γαϊδουριών.
Κουδούνια στ’ αφτιά του ήλιου.
Κουδούνια στην άκρη των φύλλων.
Κουδούνια στις πλεξούδες των κοριτσιών.
Όλα χορεύουνε στο φως και κουδουνίζουν.
Κι ο παππούς βγήκε στη λιακάδα να πλέξει με χλωρά κλαδιά μικρά
καλάθια, για να μαζέψει κούμαρα κι αυγά περιστεριών.
...............................
Μικρά κορίτσια σαπουνίζουν το κεφάλι του ήλιου, κι ο ήλιος
βλαστημάει σαν κακομαθημένο αγόρι που του χώνουν το κεφάλι μες
στη γούρνα για να το λούσουν.
Χιλιάδες σαπουνόφουσκες ανηφορίζουν στον αέρα, σάμπως μικρά
ουράνια τόξα πάνου από τον ορίζοντα μιας μαγεμένης πεταλούδας.
Τα περιστέρια κυνηγούν τις σαπουνόφουσκες.
Το φως χειρονομεί μαλώνοντας τ’ αγουροξυπνημένα χελιδόνια.
Κι όμως με τόσο θόρυβο, κοιμούνται ακόμα οι μεγάλοι.
Θα χώσουμε λοιπόν κι εμείς από ‘να τζιτζίκι στα ρουθούνια του
παππού για να μυρίσει τη δική μας άνοιξη και ν’ ανθήσει το ραβδί του
σα μια μικρούλα κερασιά πάνου απ’ τη στέρνα...............................................
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου